οὐσιακά

οὐσιακά
οὐσιακός
of
neut nom/voc/acc pl
οὐσιακά̱ , οὐσιακός
of
fem nom/voc/acc dual
οὐσιακά̱ , οὐσιακός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουσιακός — οὐσιακός, ή, όν (ΑΜ) μσν. ουσιώδης, πραγματικός αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε περιουσία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐσιακά φόρος περιουσίας 3. φρ. «οὐσιακά ἐδάφη» τα εδάφη που ανήκαν στο κράτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + επίθημα ακός (πρβλ. μανι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”